Ήταν ξημερώματα Κυριακής, 26 Απριλίου 1825, όταν ο Ιμπραήμ εισέπλευσε με την αρμάδα του στον όρμο του Ναυαρίνου, με σκοπό να καταλάβει τα κάστρα του Παλαιοκάστρου και του Νεοκάστρου και τη νήσο Σφακτηρία. Απόβαση στο νησί, σφαγή πολλών αγωνιζόμενων Ελλήνων, διαφυγή των διασωθέντων με πλοία της ελληνικής μοίρας. Τελευταίος έμεινε ο πάρων (μπρίκι) «Άρης» του Υδραίου αγωνιστή Αναστάσιου Τσαμαδού, ο οποίος είχε μόλις πέσει μαχόμενος. Ανέμενε τη σορό του.
Μετά από ηρωική προσπάθεια ωρών ο «Άρης», με κουρελιασμένα πανιά και σπασμένα άλμπουρα έσπασε τον ασφυκτικό αιγυπτιακό κλοιό, πραγματοποιώντας την πλέον ηρωική έξοδο του ναυτικού αγώνα του 1821.
Το πλοίο, στο οποίο είχαν επιβιβαστεί μεταξύ άλλων αγωνιστών ο Δημήτριος Σαχτούρης και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, αγοράστηκε από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και εντάχθηκε στο στόλο. Το σκάφος χρησιμοποιήθηκε στην εκπαίδευση ναυτικών δοκίμων ως το 1921, οπότε, στις 25 Μαρτίου, στα 100 χρόνια από την Επανάσταση, λόγω αδυναμίας συντήρησής του, βυθίστηκε τιμητικά.
Αυτό το θρυλικό ιστιοφόρο, με το ιδιαίτερα ανθεκτικό σκαρί, που το βοήθησε, μαζί με την ευφυία και ανδρεία του πληρώματός του, να επιβιώσει σε πληθώρα ναυμαχιών, ανακατασκεύασε ψηφιακά η Σχολή Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ, «συμμετέχοντας με ενθουσιασμό στις εορταστικές εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την παλιγγενεσία του Έθνους, με δράσεις που αναδεικνύουν, κυρίως, την τεχνολογική διάσταση του αγώνα των Ελλήνων, εν προκειμένω, του ναυτικού αγώνα» σημειώνει ο Πρύτανης του ΕΜΠ, Καθηγητής Ανδρέας Μπουντουβής. «Θεωρήσαμε ενδιαφέρον να εντρυφήσουμε σε θέματα που ξεφεύγουν από την κάλυψη των ιστορικών και να επικεντρωθούμε στα χαρακτηριστικά των πλοίων του 1821» συμπληρώνει ο Αντιπρύτανης του ΕΜΠ, Καθηγητής Ιωάννης Χατζηγεωργίου.
Ο «Άρης» συμμετείχε «σ’ όλες τις επιχειρήσεις του Υδραίικου στόλου» θυμίζει ο κ. Χατζηγεωργίου. «Όμως το αποκορύφωμα της δόξας του υπήρξε η θρυλική έξοδος του από τον κόλπο της Σφακτηρίας. Όπως γράφει ο Παπαρρηγόπουλος, «”ὁ Σαχτούρης καί ὁ Μαυροκοδρᾶτος ἐσώθησαν, ὁ μὲν κολυμβῶν ὁ δὲ ἐπὶ λέμβου, ἐνῷ κατέπιπτεν ἐπ’ αὐτοὺς βροχὴ πολεμίων σφαιρῶν, εἰς τόν πάρωνα τοῦ Τσαμαδοῦ, τόν πολυθρύλητον ἐκεῖνον Ἄρην, ὅστις, καίτοι χηρεύσας τοῦ ἡγεμόνος αὑτοῦ, κατώρθωσε νά διελάσῃ ἀνά μέσον 34 σκαφῶν τοῦ αἰγυπτιακοῦ στόλου, τῶν ὁποίων ἡ διπλῆ καὶ τριπλῆ σειρὰ εἰς μάτην ἠγωνίσθη νὰ παρακωλύσῃ τὴν ἒξοδον αὐτοῦ’’».
Ο «Άρης» ναυπηγήθηκε σε καρνάγιο της Βενετίας το 1818. Θρυλείται ότι προοριζόταν για εμπορικό, αλλά μετασκευάστηκε σε πολεμικό εν αναμονή του ξεσηκωμού του γένους. Είχε μήκος 31,5 μέτρα, πλάτος 8,85 μέτρα, 82 άνδρες πλήρωμα και 16 κανόνια. «Με βάση στοιχεία από το Σωματείο Πρωτέας, το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, φωτογραφίες και σκαριφήματα του σκάφους κατασκευάστηκαν οι ναυπηγικές γραμμές του πλοίου, που τελειοποιήθηκαν με τα σχεδιαστικά λογισμικά της Σχολής Ναυπηγών, καθώς δεν διαθέταμε το επίσημο σχέδιο γραμμών του σκάφους λόγω μη πρόσβασης στα αρχεία της Βενετίας» αναφέρει ο Καθηγητής Γρηγόρης Γρηγορόπουλος.
Ήταν ένα πλοίο με πολύ ιδιαίτερα κατασκευαστικά στοιχεία, με μεγάλη ευστάθεια, εξαιρετική πλεύση, απαράμιλλη αντοχή στα πυρά. Η ομάδα του ΕΜΠ μελέτησε ενδελεχώς τα υδροστατικά χαρακτηριστικά του και την αντοχή της γάστρας του και τα αναπαρήγαγε ψηφιακά, πραγματοποιώντας -με εξελιγμένες μεθόδους υπολογιστικής ρευστομηχανικής- ακόμη και προσομοιώσεις της ροής του αέρα στα πανιά του σκάφους. «Η υδροστατική ανάλυση έδειξε ότι το μετακεντρικό ύψος του Άρη (απόσταση από το κέντρο βάρος μέχρι το μετάκεντρο) ήταν 0,5 μέτρα (το ελάχιστο αυτής της διάστασης είναι 0,35 μέτρα για πλοία αυτού του τύπου) δηλαδή είχε μεγάλη ευστάθεια» εξηγεί ο αναπληρωτής Καθηγητής Χρίστος Παπαδόπουλος. «Επίσης εκτιμήσαμε την περίοδο διατοιχισμού (περιστροφή περί τον διαμήκη άξονα συμμετρίας του σκάφους) στα 5 δευτερόλεπτα, δηλαδή είχε εξαιρετική πλευστότητα, αποφεύγοντας φαινόμενα συντονισμού, με εξαίρεση τους πρυμναίους κυματισμούς 120-130 μοιρών από δεξιά και 230-240 μοιρών από αριστερά» προσθέτει ο φοιτητής Γιώργος Χάρβαλος.
Κατασκευάστηκε «από δρύινα μαδέρια, που είναι κατεργάσιμα, καθαρά, δύσκαμπτα και εξαιρετικά ανθεκτικά στο θαλάσσιο περιβάλλον. Μαδέρια που καρφώθηκαν στο σκελετό σχημάτισαν το εξωτερικό πέτσωμα. Μεγαλύτερα σε μήκος και διατομή μαδέρια τοποθετήθηκαν ως διαμήκη ενισχυτικά (στραγαλιές) για καλύτερη αντοχή του σκάφους. Ο «Άρης» διέθετε δύο καταστρώματα, ένα εξωτερικό όπου ήταν τοποθετημένα τα κανόνια και ένα εσωτερικό όπου αποθηκεύονταν προμήθειες και διέμενε το πλήρωμα. Τα καταστρώματα ενισχύονταν εγκάρσια με ζυγά (οριζόντια ξύλα) τα οποία ήταν στερεωμένα πάνω στους νομείς (κάθετα μαδέρια) με αγκώνες» λέει ο επίκουρος καθηγητής Κωνσταντίνος Ανυφαντής.
Όλα τα διαμήκη και εγκάρσια ενισχυτικά της γάστρας και το πέτσωμα συνεργάζονταν έτσι ώστε να εκτονώνονται οι φορτίσεις που καταπονούσαν το σκάφος λόγω των κυματισμών και πυρών κατά τη μάχη. Τα πολλά κάθετα μαδέρια σε όλο το μήκος του σκάφους καθώς και τα δύο καταστρώματα έκαναν το πλοίο ιδιαίτερα ανθεκτικό στις εκρήξεις, προστατεύοντάς το από ολέθριες ρηγματώσεις.
Ο «Άρης» ως ιστιοφόρο είχε μεγάλα πανιά από καραβόπανο, ύψους 18 μ. και πλάτους 8 μ., τριγωνικά στην πλώρη και τραπεζοειδή στα δύο κατάρτια του. «Ανέπτυσσε ταχύτητες 6-7 κόμβων σε ανέμους 20-22 κόμβων (5 μποφόρ) και σε δυνατότερους ανέμους ξεπερνούσε και τους 11 κόμβους, κυρίως σε ουριοδρομία και ανοικτή πλαγιοδρομία» εξηγεί ο επίκουρος καθηγητής Γιώργος Παπαδάκης. «Η ώση σ’ αυτή την περίπτωση αναπτυσσόταν μέσω της πίεσης πάνω στα τραπεζοειδή πανιά στα δύο κατάρτια, ενώ τα πρωραία τριγωνικά πανιά, όπως και το πρυμναίο τραπεζοειδές πανί, λειτουργούσαν σαν εύκαμπτες αεροτομές που παράγουν ώση, όπως στα σύγχρονα ιστιοπλοϊκά σκάφη».
Ο «Άρης» ως μπρίκι υστερούσε σε μέγεθος και δύναμη πυρός συγκριτικά με τα δίκροτα και τρίκροτα των Τούρκων. Ήταν όμως ταχύτατο, ευέλικτο και ανθεκτικό στην αντάρα της μάχης. «Τα επιπλέον όπλα του, μακράν ανώτερα της αριθμητικής υπεροχής των Τούρκων, ήταν η ανδρεία των πληρωμάτων, η αυταπάρνηση του απελπισμένου που μάχεται για τη ζωή του, την πίστη του και τη λευτεριά του, το σπάσιμο των αλυσίδων και την ταπείνωση των, για αιώνες, δεσμωτών του γένους. Αυτά, σε συνδυασμό με την ευφυία, την εμπειρία και τη ρηξικέλευθη στρατηγική των καπεταναίων τους, οδήγησαν στο θρίαμβο του ναυτικού αγώνα των Ελλήνων» καταλήγει ο κ. Χατζηγεωργίου.